!!!! ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΑΜΕ ΜΙΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΦΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΚΥΝΗΓΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΜΑΣ ΦΡΟΝΤΙΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΤΗΣ. !!!!

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Ιταλικός ιχνηλάτης(Segugio Italiano) ΙΣΤΟΡΙΑ/ΠΡΟΣΟΝΤΑ



Καταγωγή - ιστορία 


Η καταγωγή του ιταλικού ιχνηλάτη, όπως όλων σχεδόν των ιχνηλατών της μεσογειακής Ευρώπης, χάνεται στο βάθος των αρχαίων χρόνων. Καθώς φαίνεται και αυτή η φυλή κατάγεται από τους καταδιωκτικούς σκύλους της εποχής του Ξενοφώντα, δηλαδή έχει ίδιο αίμα με τον ελληνικό ιχνηλάτη. Οι αρχαίοι ελληνικοί καταδιωκτικοί σκύλοι διαδόθηκαν κατά τη ρωμαϊκή εποχή στη δύση (με πρώτη την Ιταλία), όπου κατά το πέρασμα των αιώνων και ανάλογα με το περιβάλλον που ζούσαν, μεταμορφώθηκαν στα γνωστά ιταλικά, ελβετικά, ισπανικά λαγόσκυλα, κλπ. Από αυτά τα λαγόσκυλα προήλθαν από το Μεσαίωνα και τα σκυλιά φέρμας.




Κατά τους Ιταλούς κυνολόγους, τα σκυλιά αυτά μεταφέρθηκαν κατά τη ρωμαϊκή εποχή και αναπτύχθηκαν αργότερα στην περιοχή των Άλπεων, μεταξύ της κοιλάδας Σούζα και του Ροδανού ποταμού, η οποία ονομάζεται Σεγουσία. Από αυτή τη περιοχή προήλθε καθώς φαίνεται η ιταλική ονομασία της φυλής σεγκούτζιο και η παλιά γαλλική σεγκουζιέν. Με την ίδια ονομασία την αναφέρει η Αικατερίνη Σφόρτσα του Φορλί σε μια επιστολή της, με ημερομηνία 16-8-1481 προς τη Δούκισσα της Φερράρας. 


Ο ιταλικός ιχνηλάτης αντιπροσωπεύει αναμφισβήτητα μία από τις αρχαιότερες ευρωπαϊκές φυλές δίωξης και είναι από τις ελάχιστες που κατά την μακρόχρονη εξέλιξή της διατηρήθηκε σχεδόν απαράλλακτη στις γενικές ανατομικές της γραμμές. 

Πράγματι αυτό μπορεί να διαπιστωθεί εύκολα εάν συγκριθεί ο σημερινός ιταλικός ιχνηλάτης με τα σκυλιά δίωξης που απεικονίζονται στα έργα τέχνης της αρχαίας εποχής και τα οποία βρίσκονται σήμερα σε μουσεία της Ιταλίας και του Βατικανού (Επίθεση σκύλων κατά αγριόχοιρου, Διάνα κυνηγέτις - Άρτεμης κυνηγός, Θήρα αγριόχοιρου κλπ) καθώς και σε έργα μεταγενέστερης εποχής. 


Μια περιληπτική αλλά σαφής περιγραφή του ιταλικού λαγόσκυλου υπάρχει σε ένα κυνηγετικό εγχειρίδιο, αγνώστου συγγραφέως της εποχής του Βαλβασόνε και Ραϊμόντι (1500-1600), το οποίο αναφέρει. “Τα στοιχεία που διακρίνουν τον καλό ιχνηλάτη είναι: μάλλον μακρύ κεφάλι, μέτωπο πλατύ, μάτια μεγάλα και ζωηρά. Πάνω από τα μάτια και πλάγια του μετώπου υπάρχουν κίτρινες κηλίδες. Οι ωμοπλάτες του δεν πρέπει να είναι μεγάλες, ούτε στενές, η οσφύς κυρτή σε σχήμα τόξου, οι μηροί γεμάτοι, η κνήμη νευρώδης, ο ταρσός κάθετος, το ακροπόδιο μικρό και λεπτό, τα νύχια χοντρά, χωρίς ψευδοδάκτυλο, η ουρά λεπτή και κυρτωμένη σαν σάλπιγγα και τέλος το χρώμα στο άνω μέρος του κορμού είναι σκούρο και κιτρινωπό κάτω”



 


Τον 17ο αιώνα, όπως γράφει ο Αρκράιτ, οι Ιταλοί κυνηγετικοί συγγραφείς, παρασυρόμενοι από το κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή, υποδείκνυαν την διασταύρωση του ιταλικού ιχνηλάτη με το ιταλικό μπρακ. Γι αυτό τα περισσότερα λαγόσκυλα της εποχής εκείνης και ύστερα έφεραν ψευδοδάχτυλο. Κι έτσι μόνο ο ψευδοδάχτυλος δήλωνε την διασταύρωση με το ιταλικό μπρακ (έχοντας ψευδοδάκτυλο και ενίοτε διπλό), αλλά όλα τα άλλα και συγκεκριμένα η μετωπο-ρινική γραμμή, το ελαφρώς κυρτό κρανίο, τα κυκλωτά πλευρά, το σχήμα των αυτιών και στους δύο ήταν ίδια. 

Η διασταύρωση του λαγόσκυλου με το μπρακ (σκύλος δίωξης + σκύλος δείκτης) επιχειρήθηκε προγενέστερα στην Γαλλία για να πετύχουν μεγαλύτερη οξύνοια και ευπείθεια στους σκύλους της Βασιλικής Αγέλης. Αποτέλεσμα αυτής της διασταύρωσης και εν συνεχεία άλλων υπήρξε η δημιουργία “λευκών σκύλων του Βασιλέως” της εποχής του Φραγκίσκου Α’ (16ος αιώνας), οι οποίοι κατόπιν εγχύσεως αίματος των σκυλιών Γκριφιέ και του περίφημου λαγόσκυλου Μπιρώ, έγιναν περιβόητοι σε ολόκληρη την Ευρώπη. Από τους “λευκούς σκύλους του Βασιλέως” φαίνεται ότι κατάγεται το σημερινό γαλλικό λαγόσκυλο Σαμπραί. 




Ο κυνολόγος και διάσημος λαγοκυνηγός κλάσεως Λ.Τζακέττι γράφει: “Κάποτε, όταν τα δάση και οι κυνηγότοποι της Ιταλίας ήταν πλούσια με το ευγενές τριχωτό θήραμα, το κυνήγι με το λαγόσκυλο απολάμβανε μεγάλη τιμή και υπόληψη και κατά συνέπεια η κυνοτροφία και η επιλογή προσέχονταν πολύ. Τα λαγόσκυλα είχαν την αρμονική μορφή, την καλλιγραμία, την αρχοντιά του τύπου, που είναι χαρακτηριστικά των πλέον καλλιεργημένων και αρχαίων φυλών. Η θαυμαστή και επιβλητική εργασία τους ήταν τόσο πλήρης που δημιουργούσαν μεγάλη ευχαρίστηση στους λαγοκυνηγούς”. 

Ήταν εκείνος ο “παλιός καλός καιρός” όπου κάθε τοπικός άρχοντας ή ευπατρίδης είχε στο κυνοστάσιό του εκατοντάδες καθαρόαιμους κι επιλεγμένους ιχνηλάτες, τους οποίους χρησιμοποιούσε συχνά μαζί με τους καλεσμένους του στις περίφημες θεαματικές παγάνες. Μέχρι τότε ο σκύλος αυτός διατηρούσε πολλές ιδιότητες λαγόσκυλου αγέλης (ομαδικού κυνηγίου), ενώ αργότερα με την αραίωση του τριχωτού θηράματος και τον περιορισμό του κυνηγίου χρησιμοποιούταν από τον λαγοκυνηγό ως επί το πλείστον για το κυνήγι του λαγού. 

Όταν ιδρύθηκε το 1881 ο Ιταλικός Κυνολογικός Σύλλογος, ο ιταλικός ιχνηλάτης χωριζόταν σε διάφορες ποικιλίες: 

α) Ιχνηλάτης της Λομελλίνης ή της πεδιάδας (μεγαλόσωμος, ύψους 58 εκ., υπόξανθος), 

β) Ιχνηλάτης των Άλπεων (μικρόσωμος, 50 εκ. περίπου), 

γ) Ιχνηλάτης των Απεννίνων, ο οποίος - ιδίως ο Ιχνηλάτης της Λιγυρίας - ήταν παρόμοιος του Ιχνηλάτη της Λομελλίνης, αλλά ελαφρύτερος και χαμηλότερος (50-52 εκ.), 

δ) Ιχνηλάτης της Καλαβρίας και 

ε) Ιχνηλάτης της Σαρδηνίας. 

Απ’ αυτές τις ποικιλίες, οι οποίες όμως αποτελούσαν έναν τύπο, ο Ιχνηλάτης της Λομελλίνης (Μιλάνου) ήταν ο αντιπροσωπευτικότερος κι ο καλύτερος, τόσο από άποψη καθαροαιμίας φυλής, όσο κι από άποψη εργασίας κι έχαιρε δικαίως περισσότερης εκτίμησης από τους Ιταλούς απ όλα τ’ άλλα λαγόσκυλα. 

Όλες αυτές οι ποικιλίες έχουν προ πολλού ενωθεί σ’ έναν ενιαίο τύπο και σήμερα υπάρχει μόνο μια φυλή ιταλικού λαγόσκυλου, η οποία είναι αναγνωρισμένη επίσημα στην Ιταλία και διεθνώς. 

Η φυλή αυτή αναλόγως του τριχώματος διακρίνεται σε δύο ποικιλίες: 

α) Ιταλικός Ιχνηλάτης κοντότριχος και 

β) Ιταλικός Ιχνηλάτης σκληρότριχος. 



Κι οι δύο ποικιλίες έχουν απολύτως τα ίδια ανατομικά χαρακτηριστικά και κυνηγετικά προσόντα, η δε διαφορά του τριχώματος, καθώς και τα διάφορα χρώματα (μαύρο, κόκκινο, μονόχρωμο υπόξανθο, τρίχρωμο κλπ.) δεν έχουν καμία επιρροή στην ιδιότητα και τις ικανότητες της φυλής. Η σκληρότριχη ποικιλία είναι καταλληλότερη για πουρνάρια (ακανθότοπους), αλλά και για περισσότερο κρύο. 

Στην Ιταλία σήμερα, ο ιταλικός ιχνηλάτης καλλιεργείται με φροντίδα κι είναι διαδεδομένος σε όλη τη χώρα, τα δε ξένα λαγόσκυλα των γειτονικών χωρών (ελβετικά, γαλλικά, αυστριακά) είναι ελάχιστα ή μάλλον ανύπαρκτα. Το ιταλικό λαγόσκυλο έχει τέτοια εξαιρετικά προσόντα και ταιριάζει τόσο στον Ιταλό λαγοκυνηγό, ώστε κυριαρχεί παντού κι ως εκ τούτου τα ξένα λαγόσκυλα, τα οποία εισάγονται κατά καιρούς από μερικούς κυνοτρόφους, δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξή τους και λίγο-λίγο εξαφανίζονται. 

Υπάρχουν στην Ιταλία διάφορες τοπικές λέσχες για την προστασία και την ανάπτυξη της φυλής, αλλά η σπουδαιότερη είναι η Ιταλική Εταιρεία για τον Ιχνηλάτη, η οποία τελεί υπό την αιγίδα του Ιταλικού Κυνολογικού Ομίλου, κι έχει το όνομα του προαναφερθέντος, Λ. Τζακέττι. 



Ο εθνικός αυτός όμιλος αναπτύσσει ευρεία δράση για την βελτίωση κι ανάπτυξη του ιταλικού λαγόσκυλου, βασιζόμενη σε ορθολογιστικά κριτήρια εκτροφής κι επιλογής τόσο από πλευράς κυνολογικών απαιτήσεων, όσο κι από πλευράς κυνηγετικών προσόντων. Υπάρχει επίσης μεγάλη βοήθεια από τους ίδιους τους λαγοκυνηγούς, οι οποίοι σαν κληρονόμοι των ευγενέστερων παραδόσεων του κυνηγίου του λαγού, επιθυμούν να διατηρηθεί στο ιταλικό λαγόσκυλο η χαρακτηριστική εργασία, που είναι σ’ αυτήν τη φυλή φυσική και δοκιμασμένη μέσα στους αιώνες από περίφημους κυνοκόμους και κυναγωγούς των μεγάλων οικογενειών του 
παρελθόντος.

Προσόντα 
Ο ιταλικός ιχνηλάτης είναι από τους καλύτερους ιχνηλάτες της Ευρώπης για το κυνήγι του λαγού με όπλο, τόσο από άποψης όσφρησης, εξυπνάδας, πάθους και πείσματος, όσο κι από άποψη ευκινησίας, δυναμισμού κι αντοχής. 

Από κουτάβι εκδηλώνει τάση στην ιχνηλασία (έρευνα ιχνών) στο έδαφος, μυρίζει παντού, και κουνάει ζωηρά την ουρά του. Από μικρό υπακούει σε μια ισχυρότατη ανάγκη, που είναι το ένστικτο της έρευνας. Υπάρχει φυσικά διαφορά έρευνας μεταξύ των λαγόσκυλων, ακόμα και μεταξύ αδελφών της ίδιας γέννας: υπάρχει το δυναμικό κουτάβι, που μπορεί να γίνει στο μέλλον ένας ορμητικός κι ασυγκράτητος διώκτης, κι υπάρχει το ήσυχο και συνετό κουτάβι, που όταν ενηλικιωθεί θα γίνει πολύ έξυπνο κι άριστο στη λύση των κόμπων και των “ψεμάτων” του λαγού. Για κάθε σκυλί υπάρχει μία φύση και μία φύση για όλα τα σκυλιά. 







Ο ιταλικός ιχνηλάτης, προικισμένος με εξαιρετικά λεπτή όσφρηση, ερευνά τα ίχνη του τριχωτού θηράματος με μεγάλο πάθος κι όταν τα βρει δεν τα εγκαταλείπει. Μπορεί να αντιληφθεί εύκολα ίχνη, ακόμα και παλιά, κι αναγνωρίζει αμέσως τα νωπά ίχνη (φρέσκο ντορό) από τα χθεσινά. Επίσης μπορεί να διακρίνει μεταξύ των άλλων ιχνών αυτά του καταδιωκόμενου λαγού κι όπως ισχυρίζονται οι Ιταλοί, ν’ αντιληφθεί εάν ο καταδιωκόμενος λαγός είναι κουρασμένος κι επιμένει στο κυνήγι του για το βεβαιότερο αποτέλεσμα επιτυχίας. 

Έχει γρήγορη έρευνα, σε μεγάλη ακτίνα, κομψό στυλ και λαμπρό ρυθμό εργασίας. Η ταχύτητα έρευνας πρέπει να συνοδεύεται από ανάλογη εξυπνάδα και πάντως δεν πρέπει να είναι υπερβολική, όπως για όλα τα καλά λαγόσκυλα, για να μην γίνεται επιζήμια στην επιμέλεια με την οποία πρέπει να κάνει αυτή τη λεπτή εργασία. Η ιχνηλασία του γίνεται με “τη μύτη στο έδαφος” και δεν διακόπτεται εφ’ όσων υπάρχουν συνέχεια ίχνη (ντορός). 






Ο καλός ιχνηλάτης αναγνωρίζεται όταν, κατόπιν επιμελούς ιχνηλασίας κοντά σε διακεκομμένα ίχνη, επεκτείνει την αναζήτηση ήσυχος και με τη μύτη στο έδαφος, εκτελώντας ολοένα και μεγαλύτερους κύκλους με κέντρο το “ψέμα” και ξαναβρίσκει τα ίχνη γρήγορα και σε πιο έντονο ρυθμό. Για ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτή την απαίτηση το λαγόσκυλο, εκτός από τις σωματικές ικανότητες, πρέπει να κατέχει όσφρηση και εξυπνάδα σε υψηλό κι ίσο περίπου βαθμό. Αυτό το λαγόσκυλο μπορεί να το πει κανείς τέλειο. Αλλά αυτή η ισορροπία δεν είναι συχνή, αφού συνήθως υπερτερεί μια απ’ αυτές τις ιδιότητες και το σκυλί φυσικά χρησιμοποιεί αυτήν που εμπιστεύεται περισσότερο. 

Ένα λαγόσκυλο διακρίνεται για τη δυνατή του όσφρηση όταν ψάχνει και βρίσκει ένα μη πρόσφατο ίχνος σε γυμνό και ξηρό έδαφος ή σε ποτισμένα ή λιπασμένα χωράφια ή όταν φυσά άνεμος. Το λαγόσκυλο, που μειονεκτεί στην όσφρηση περνάει από αυτά τα εδάφη χωρίς να βάλει τη μύτη κάτω γι’ αναζήτηση ιχνών, διότι αντιλαμβάνεται ότι για τις δυνάμεις του θα ήταν μάταιος κόπος. 

Ένα άλλο κύριο προσόν του ιταλικού ιχνηλάτη είναι ότι διαχωρίζει γρήγορα το “μονοντορό” και κατευθύνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό στη κρύπτη του λαγού, τον οποίο ξεφωλιάζει αμέσως και τον καταδιώκει με μανία. Αυτό αποτελεί αναμφισβήτητο τεκμήριο της μεγάλης όσφρησης και της εξυπνάδας του σκυλιού και περισσότερο όταν επιτυγχάνει αποφασιστικές και γρήγορες λύσεις των “ψεμάτων” του λαγού κατά τη δίωξη, τα οποία ως γνωστόν είναι περιπλοκότερα κι έχουν ελαφρότερα ίχνη από τα “ψέματα”, τα οποία γίνονται κατά την ιχνηλασία. 

Η δίωξη του είναι ακριβής, γρήγορη, συνεχής και μακρά. Ο ιταλικός ιχνηλάτης είναι από τα λίγα σκυλιά δίωξης που μπορεί να καταδιώκει το λαγό με αμείωτο πείσμα κι ανεξάντλητη υπομονή για πολλές ώρες. Η ισχυρή σωματική του διάπλαση, καθώς κι η μεγάλη αντοχή της καρδιάς του, τον καθιστούν ικανό να κυνηγά καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας. 



                             


Η φωνή του είναι δυνατή, θρηνώδης επί το πλείστον αλλά αρκετά ευχάριστη για τον λαγοκυνηγό κι ακούγεται από μακριά. Η φωνή, τόσο στην ιχνηλασία, όσο και στη δίωξη, απαιτείται από τους Ιταλούς λαγοκυνηγούς κι από τον Κανονισμό των Αγώνων. Το άφωνο λαγόσκυλο θεωρείται ελαττωματικό. Τα πλεονεκτήματα της φωνής είναι με λίγα λόγια τα εξής: Ο λαγοκυνηγός όχι μόνο χαίρεται όταν την ακούει στην πεδιάδα ή όταν αντηχεί στις βουνοπλαγιές, αλλά αναλόγως τον τρόπο, τη συχνότητα, του τόνου της φωνής αντιλαμβάνεται τις εντυπώσεις που αισθάνεται το λαγόσκυλό του όταν βρίσκεται - χωρίς ο ίδιος να μπορεί να το διακρίνει - μπροστά σε ίχνη ή κοντά στην κρύπτη του λαγού ή σε διάφορες φάσεις της δίωξής του. Έπειτα, όταν κυνηγούν δύο ή περισσότερα λαγόσκυλα εμψυχώνονται, παροτρύνονται αμοιβαία και γι’ αυτό ονομάζονται καταδιωκτικά.



Στην Ιταλία σήμερα, λόγω της εντατικής γεωργικής καλλιέργειας και της ιδιομορφίας του εδάφους, το κυνήγι του λαγού ασκείται όπως περίπου στην Ελλάδα, στο καρτέρι με ένα ή δύο λαγόσκυλα. Δεν υπάρχει πλέον το ομαδικό κυνήγι λαγού (παγάνα) με πολυάριθμα λαγόσκυλα, όπως γίνεται ακόμα στη Γαλλία, την Αγγλία κι αλλού, γι’ αυτό και τα σημερινά λαγόσκυλα έχουν χαλαρωμένες τις ειδικές ιδιότητες των λαγόσκυλων αγέλης, όπως π.χ. το πνεύμα συνδέσμου και την υποταγή. Αντίθετα, όμως έχουν περισσότερο ανεπτυγμένη την πρωτοβουλία, την οξύνοια και την πονηριά στη μεμονωμένη εργασία και το συναγωνισμό με την πονηριά του λαγού. Πάντως, ο ιταλικός ιχνηλάτης εκπαιδεύεται εύκολα και κυνηγά πολύ καλά και στην αγέλη. 




Όπως βλέπουμε, το ιταλικό λαγόσκυλο κατέχει σε ύψιστο βαθμό τις ιδιότητες του καλού λαγόσκυλου, ιδίως δε για το μοναχικό κυνηγό. Καλλιεργημένο και σκληραγωγημένο επί αιώνες στην Ιταλία, της οποίας οι κλιματολογικές, εδαφικές και κυνηγετικές συνθήκες είναι παρόμοιες με αυτές της Ελλάδας, το λαγόσκυλο αυτό είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για τον τόπο μας, τόσο στην πεδιάδα, όσο και στο βουνό και το δάσος, ακόμη και στα πιο άγρια κι απόκρημνα μέρη.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου